-
1 κατα-τήκω
κατα-τήκω, zusammenschmelzen, zerschmelzen; ὡς δὲ χιὼν κατατήκετ' ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσφιν, ἥν τ' εὖρος κατέτηξεν Od. 19, 205; λίτρον τὰς σάρκας Her. 2, 87; γήϊνα μέρη κατατηκόμενα Plat. Tim. 65 d. – Uebertr., Ὀδυσσῆα ποϑοῠσα φίλον κατατήκομαι ἦτορ, ich verzehre mich im Herzen in Sehnsucht, Od. 19, 136; ἅτις ἄνευ τοκέων κατατάκομαι Soph. El. 180; ὑπὸ τοῦ γὰρ ἄλγους κατατέτηκα Ar. Plut. 1034; ἔρωτι κατατετηκώς Eubul. bei Ath. XV, 679; Theocr. 14, 26; Xen. τῷ ταύτης ἔρωτι κατατηκεται Conv. 8, 3; Sp.; aber auch τὴν ψυχὴν λύπαις κατατήκειν, D. L. 8, 19; κατατήκειν τέχνην εἴς τι D. Hal. de vi Dem. 51.
-
2 κατατήκω
A melt or thaw away, and in [voice] Pass., to be melted or thawed,ὡς δὲ χιὼν κατατήκετ'.. ἥν τ' Εὖρος κατέτηξεν Od.19.205
;κ. ὦπας δάκρυσι Theoc.Ep.6
;ψυχὴν λύπαις D.L.8.18
;κατατήκεσθαι τὸ θυμοειδές Phld.Mus.p.103
K.2 dissolve,λίτρον κ. τὰς σάρκας Hdt.2.87
, cf. POxy.40.8 (ii/iii A.D.); ἀέρα κ. πῦρ, i.e. rarifies it, Pl.Ti. 61a;κ. ὁ χρόνος Arist.Ph. 221a31
; τὸ αἷμα dilute it, Gal.6.262.3 metaph., κ. τέχνην εἴς τι waste art and skill upon a thing, D.H.Dem.51.II [voice] Pass., with [tense] pf. [voice] Act. κατατέτηκα, melt away,κατατήκομαι ἦτορ Od.19.136
; τὰ σπλάγχνα κατατετηκότα ἐξάγειν dissolved, Hdt.2.87;κατατάκομαι S.El. 187
(lyr.), cf. Ant. 977 (lyr., tm.),ὑπὸ τοῖ.. ἄλγους κατατέτηκα Ar.Pl. 1034
;ἔρωτι κατατήκεσθαι X.Smp.
8.3, Eub.104: so with gen. added,τούτω κατετάκετο.. ἔρωτα Theoc. 14.26
; κ. ἐν ψήφοις wear oneself away in.., Luc.Epigr.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατήκω
См. также в других словарях:
κατατήκω — και δωρ. τ. κατατάκω (Α) 1. τήκω, λειώνω εντελώς, ρευστοποιώ ένα στερεό σώμα 2. διαλύω, αναλύω, αραιώνω («τὰς σάρκας τὸ λίτρον κατατήκει», Ηρόδ.) 3. μτφ. δαπανώ, αφανίζω, καταναλίσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τήκω «λειώνω»] … Dictionary of Greek